υδρόφιλος — η, ο 1. που αγαπά το νερό: Υδρόφιλο μπαμπάκι. 2. (για φυτά) αυτός που η επικονίασή του γίνεται με τη βοήθεια του νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρόφιλος ο πισσόχρους — (hydrophilus piceus).Έντομο, της οικογένειας των Υδροφιλιδών, της τάξης των κολεόπτερων. Ζει στα στάσιμα γλυκά νερά. Το σώμα του, μήκους 4 περίπου εκ., είναι ελλειπτικό, κυρτό από πάνω, με χρώμα λαμπρό μαύρο. Τα δύο ζευγάρια των κεντρικών και… … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υγρόφιλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αγαπά το νερό 2. αυτός που απορροφά τα υγρά και ιδίως το νερό, υδρόφιλος 3. (για φυτό) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό ή στους υγρούς τόπους, υδροχαρής 4. φρ. «υγρόφιλοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν σε υγρά περιβάλλοντα … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ … Dictionary of Greek
υγροσκοπικός — ή, ό 1. που έχει την ιδιότητα να απορροφά νερό ή υγρασία, υγρόφιλος, υδρόφιλος: Η ζάχαρη είναι υγροσκοπική. 2. που έχει σχέση με την υγροσκοπία και το υγροσκόπιο (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)